Οι ψυχολογικές συνέπειες της πρόωρης γέννησης στην εξέλιξη του νεογνού, στην οικογένειά του και στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό

Μερόπη Μιχαλέλη, PhD

Η μεγάλη πρόοδος της περιγεννητικής ιατρικής καθιστά, πλέον δυνατή την επιβίωση νεογνών με πολύ μεγάλη προωρότητα και πολύ χαμηλό βάρος γέννησης. Το ποσοστό των οργανικών βλαβών που θα παρουσιάσουν αυτά τα πρόωρα νεογνά τείνει να μειώνεται. Αυτό επιτυγχάνεται με τίμημα μια μακροχρόνια νοσηλεία και κατά συνέπεια με ένα παρατεινόμενο αποχωρισμό του νεογέννητου από τη μητέρα του. Υπάρχει μία «κρίσιμη περίοδος» για την εγκαθίδρυση του πολύ στενού αρχικού δεσμού μητέρας – βρέφους, η οποία ξεκινά κατά τις πρώτες ώρες μετά τον τοκετό. Κατά συνέπεια οι νοσοκομειακές πρακτικές της απομάκρυνσης του νεογέννητου από τη μητέρα του υπονομεύουν, συχνά με τρόπο ανεπανόρθωτο, τη διαδικασία υιοθέτησης του μητρικού ρόλου και την ικανότητα της γυναίκας να καταστεί μητέρα

Η μητέρα και το οικογενειακό περιβάλλον

Η πρόωρη γέννηση του παιδιού αποτελεί για την μητέρα ένα ισχυρό ναρκισσιστικό πλήγμα. Ως προς την εγκυμοσύνη της, δεν μπόρεσε να την οδηγήσει σε αίσιο πέρας με αποτέλεσμα να την αφήνει με ένα αίσθημα ανικανοποίητου. Ο τοκετός βιώνεται όπως συνήθως ως ένα χαρούμενο γεγονός που φέρνει στην μητέρα όλες εκείνες τις εμπειρίες, οι οποίες θα αποκαταστήσουν και θα επανορθώσουν τον τραυματικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει, παρέχοντας δώρα, λουλούδια ή επισκέψεις. Αντίθετα ο τοκετός βιώνεται ως ένα οδυνηρό γεγονός που αποτυπώνεται ισχυρά στη σκέψη της.

Το πρόωρο νεογνό έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με το ιδανικό παιδί της φαντασίας της και επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους της που είχαν προηγηθεί κατά την κυοφορία: είναι πολύ μικρό, τρομακτικό, άσχημο, ανώριμο, δύσκολο λόγω των κουραστικών ημερήσιων ρυθμών που επιβάλλει η παραμονή του στην θερμοκοιτίδα. Με αυτά τα χαρακτηριστικά του πρόωρου νεογνού καλείται να συμφιλιωθεί η μητέρα, η οποία έχει όμως υποστεί πλήγμα στην επάρκεια της να ικανοποιήσει τις ανάγκες του παιδιού της.

Η εικόνα ενός πρόωρου μωρού διασωληνωμένου προκαλεί φόβο στους γονείς, μπορεί να αποκρυσταλλωθεί μόνιμα στο μυαλό τους και να ενισχύσει το αίσθημα του «ανοίκειου» απέναντί του.

Η συνάντηση της μητέρας με το παιδί της γίνεται κάτω από δυσμενείς συνθήκες και για τους δύο. Η ρυθμικότητα και η αρμονία στην ημερήσια σχέση μητέρας – βρέφους, η τόσο απαραίτητη για την εδραίωση των βασικών λειτουργιών είναι ελλειμματική και πολλές φορές χαοτική στην περίπτωση του πρόωρου νεογνού.

Ο ρόλος της μητέρας στη φροντίδα του μωρού της, στο εξής αναλαμβάνεται από τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τα μηχανήματα για να ενισχυθούν με τον τρόπο αυτό τα αισθήματα της ανεπάρκειας και των ενοχών που έχει . Παράλληλα η μητέρα δεν μπορεί να εκφράσει την επιθετικότητα της προς το προσωπικό που αναλαμβάνει το ρόλο της, επειδή η ομάδα αυτή σώζει το παιδί της. Όταν το παιδί πηγαίνει στο σπίτι μετά το πέρας της νοσηλείας του, πολλές μητέρες αναφέρουν ότι ένοιωσαν πως το είχαν υιοθετήσει. Η φαντασίωση της υιοθεσίας ή του «κενού» μπορεί να υπερισχύσει για αρκετούς μήνες με κίνδυνο να υπονομεύσει σοβαρά την ικανότητα της μητέρας να προσκολληθεί στο παιδί της.

Σύμφωνα με προοπτικές μελέτες σε πρόωρα νεογνά, ο πιο αξιόπιστος παράγοντας πρόβλεψης της μελλοντικής νοητικής εξέλιξης τους είναι η ποιότητα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της μητέρας /γονέων και του νεογνού και όχι το βάρος γέννησης ή μη αρχική νευρολογική κατάσταση του .

Όταν μεταξύ του πρόωρου νεογνού και της μητέρας υπάρχει μια έντονη βλεμματική επικοινωνία, αμοιβαία χαμόγελα και προσαρμοσμένες απαντήσεις της στο κλάμα του νεογέννητου βρέφους της, τότε όλα τα παραπάνω συσχετίζονται με καλύτερη ψυχοκινητική εξέλιξη του βρέφους σε ηλικία 9 μηνών.

Το Ιατρικό και Νοσηλευτικό Προσωπικό

Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό μιας μονάδας Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών βρίσκεται παγιδευμένο στον παραδοσιακό του ρόλο της θεραπείας και διατήρησης στη ζωή του ευάλωτου αυτού νεογνού. Συνεπώς μπορεί να ξεχνά την ανθρώπινη διάστασης της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ αυτών, του νεογνού και της οικογένειάς του. Οι θεραπευτές στην ΜΕΝΝ πιεζόμενοι ασφυκτικά από την οικογένεια, να κάνουν μια διάγνωση αλλά και πρόγνωση για τη μελλοντική κατάσταση του παιδιού, συμμετέχουν άθελα τους στη διαδικασία αποστασιοποίησης των γονέων από το παιδί τους σε μια περίοδο, κατά την οποία δεν έχουν υφανθεί ακόμη, οι δεσμοί ανάμεσα στους γονείς και το παιδί. Τα «λόγια» που προφέρουν στους γονείς σχετικά με το μέλλον του, μπορεί να διευκολύνουν την προσέγγιση τους με το βρέφος τους ή αντίθετα να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας εικόνας ενός άρρωστου και ανάπηρου παιδιού που θα συνοδεύει δια βίου τους γονείς, ακόμη κι αν η εξέλιξη του παιδιού είναι άριστη .

Η εντονότατη και συνεχής συναισθηματική φόρτιση οδηγεί τους θεραπευτές να αποφεύγουν, συνειδητά ή ασυνείδητα την εμπλοκή με τους γονείς και το παιδί. Οδηγούνται στις καθημερινές τους πράξεις και πρακτικές από την πεποίθηση ότι ένα μωρό το οποίο κινδυνεύει να πεθάνει δεν πρέπει να επενδυθεί συναισθηματικά ούτε από τους ίδιους, ούτε από τους γονείς του. Κατά συνέπεια, εμποδίζουν τις επαφές γονέων – παιδιού, περιορίζοντας την είσοδο τους στο Τμήμα. Όμως ένα παιδί που παρέμεινε επί χρόνια σ΄ ένα «κενό», σε ένα χώρο όπου δεν ανήκει σε κανέναν, επειδή η ζωή του ξεκίνησε με την πεποίθηση όλων ότι δεν θα ζήσει, είναι πολύ δύσκολο να βρει αργότερα τη θέση του. Μία τέτοια συνθήκη μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη σοβαρής ψυχοπαθολογίας. Το προσωπικό για να προστατευθεί από την επαγγελματική εξουθένωση που προκαλεί αυτό το επάγγελμα υψηλού κινδύνου, έχει ως μοναδικό μέσο προστασίας την ομάδα των συνεργατών, οι οποίοι συγκεντρώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή της και να στηρίζονται τα μέλη της. Εξάλλου όταν οδυνηρά συναισθήματα όπως η θλίψη, η απογοήτευση, η οργή, η επιθετικότητα συζητούνται και μοιράζονται μέσα στην ομάδα, αυτό προστατεύει τα μέλη της από την ταύτιση με τους γονείς και την οδύνη τους. Εξάλλου η εύρυθμη λειτουργία της ομάδας δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους γονείς σε ότι αφορά την επάρκειά της. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για να αισθανθούν οι ίδιοι οι γονείς ασφαλείς, και να μπορέσουν μέσα σε κλίμα ασφάλειας να «συναντήσουν και να γνωρίσουν» το παιδί τους. Η αβεβαιότητα των μελών της ομάδας ενισχύει το άγχος των γονέων και τους καθιστά επιθετικούς.

Οι ψυχολογικές συνέπειες της πρόωρης γέννησης στην εξέλιξη του νεογνού, στην οικογένειά του και στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό

Μερόπη Μιχαλέλη, PhD

Η μεγάλη πρόοδος της περιγεννητικής ιατρικής καθιστά, πλέον δυνατή την επιβίωση νεογνών με πολύ μεγάλη προωρότητα και πολύ χαμηλό βάρος γέννησης. Το ποσοστό των οργανικών βλαβών που θα παρουσιάσουν αυτά τα πρόωρα νεογνά τείνει να μειώνεται. Αυτό επιτυγχάνεται με τίμημα μια μακροχρόνια νοσηλεία και κατά συνέπεια με ένα παρατεινόμενο αποχωρισμό του νεογέννητου από τη μητέρα του. Υπάρχει μία «κρίσιμη περίοδος» για την εγκαθίδρυση του πολύ στενού αρχικού δεσμού μητέρας – βρέφους, η οποία ξεκινά κατά τις πρώτες ώρες μετά τον τοκετό. Κατά συνέπεια οι νοσοκομειακές πρακτικές της απομάκρυνσης του νεογέννητου από τη μητέρα του υπονομεύουν, συχνά με τρόπο ανεπανόρθωτο, τη διαδικασία υιοθέτησης του μητρικού ρόλου και την ικανότητα της γυναίκας να καταστεί μητέρα

Η μητέρα και το οικογενειακό περιβάλλον

Η πρόωρη γέννηση του παιδιού αποτελεί για την μητέρα ένα ισχυρό ναρκισσιστικό πλήγμα. Ως προς την εγκυμοσύνη της, δεν μπόρεσε να την οδηγήσει σε αίσιο πέρας με αποτέλεσμα να την αφήνει με ένα αίσθημα ανικανοποίητου. Ο τοκετός βιώνεται όπως συνήθως ως ένα χαρούμενο γεγονός που φέρνει στην μητέρα όλες εκείνες τις εμπειρίες, οι οποίες θα αποκαταστήσουν και θα επανορθώσουν τον τραυματικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει, παρέχοντας δώρα, λουλούδια ή επισκέψεις. Αντίθετα ο τοκετός βιώνεται ως ένα οδυνηρό γεγονός που αποτυπώνεται ισχυρά στη σκέψη της.

Το πρόωρο νεογνό έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με το ιδανικό παιδί της φαντασίας της και επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους της που είχαν προηγηθεί κατά την κυοφορία: είναι πολύ μικρό, τρομακτικό, άσχημο, ανώριμο, δύσκολο λόγω των κουραστικών ημερήσιων ρυθμών που επιβάλλει η παραμονή του στην θερμοκοιτίδα. Με αυτά τα χαρακτηριστικά του πρόωρου νεογνού καλείται να συμφιλιωθεί η μητέρα, η οποία έχει όμως υποστεί πλήγμα στην επάρκεια της να ικανοποιήσει τις ανάγκες του παιδιού της.

Η εικόνα ενός πρόωρου μωρού διασωληνωμένου προκαλεί φόβο στους γονείς, μπορεί να αποκρυσταλλωθεί μόνιμα στο μυαλό τους και να ενισχύσει το αίσθημα του «ανοίκειου» απέναντί του.

Η συνάντηση της μητέρας με το παιδί της γίνεται κάτω από δυσμενείς συνθήκες και για τους δύο. Η ρυθμικότητα και η αρμονία στην ημερήσια σχέση μητέρας – βρέφους, η τόσο απαραίτητη για την εδραίωση των βασικών λειτουργιών είναι ελλειμματική και πολλές φορές χαοτική στην περίπτωση του πρόωρου νεογνού.

Ο ρόλος της μητέρας στη φροντίδα του μωρού της, στο εξής αναλαμβάνεται από τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τα μηχανήματα για να ενισχυθούν με τον τρόπο αυτό τα αισθήματα της ανεπάρκειας και των ενοχών που έχει . Παράλληλα η μητέρα δεν μπορεί να εκφράσει την επιθετικότητα της προς το προσωπικό που αναλαμβάνει το ρόλο της, επειδή η ομάδα αυτή σώζει το παιδί της. Όταν το παιδί πηγαίνει στο σπίτι μετά το πέρας της νοσηλείας του, πολλές μητέρες αναφέρουν ότι ένοιωσαν πως το είχαν υιοθετήσει. Η φαντασίωση της υιοθεσίας ή του «κενού» μπορεί να υπερισχύσει για αρκετούς μήνες με κίνδυνο να υπονομεύσει σοβαρά την ικανότητα της μητέρας να προσκολληθεί στο παιδί της.

Σύμφωνα με προοπτικές μελέτες σε πρόωρα νεογνά, ο πιο αξιόπιστος παράγοντας πρόβλεψης της μελλοντικής νοητικής εξέλιξης τους είναι η ποιότητα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της μητέρας /γονέων και του νεογνού και όχι το βάρος γέννησης ή μη αρχική νευρολογική κατάσταση του .

Όταν μεταξύ του πρόωρου νεογνού και της μητέρας υπάρχει μια έντονη βλεμματική επικοινωνία, αμοιβαία χαμόγελα και προσαρμοσμένες απαντήσεις της στο κλάμα του νεογέννητου βρέφους της, τότε όλα τα παραπάνω συσχετίζονται με καλύτερη ψυχοκινητική εξέλιξη του βρέφους σε ηλικία 9 μηνών.

Το Ιατρικό και Νοσηλευτικό Προσωπικό

Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό μιας μονάδας Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών βρίσκεται παγιδευμένο στον παραδοσιακό του ρόλο της θεραπείας και διατήρησης στη ζωή του ευάλωτου αυτού νεογνού. Συνεπώς μπορεί να ξεχνά την ανθρώπινη διάστασης της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ αυτών, του νεογνού και της οικογένειάς του. Οι θεραπευτές στην ΜΕΝΝ πιεζόμενοι ασφυκτικά από την οικογένεια, να κάνουν μια διάγνωση αλλά και πρόγνωση για τη μελλοντική κατάσταση του παιδιού, συμμετέχουν άθελα τους στη διαδικασία αποστασιοποίησης των γονέων από το παιδί τους σε μια περίοδο, κατά την οποία δεν έχουν υφανθεί ακόμη, οι δεσμοί ανάμεσα στους γονείς και το παιδί. Τα «λόγια» που προφέρουν στους γονείς σχετικά με το μέλλον του, μπορεί να διευκολύνουν την προσέγγιση τους με το βρέφος τους ή αντίθετα να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας εικόνας ενός άρρωστου και ανάπηρου παιδιού που θα συνοδεύει δια βίου τους γονείς, ακόμη κι αν η εξέλιξη του παιδιού είναι άριστη .

Η εντονότατη και συνεχής συναισθηματική φόρτιση οδηγεί τους θεραπευτές να αποφεύγουν, συνειδητά ή ασυνείδητα την εμπλοκή με τους γονείς και το παιδί. Οδηγούνται στις καθημερινές τους πράξεις και πρακτικές από την πεποίθηση ότι ένα μωρό το οποίο κινδυνεύει να πεθάνει δεν πρέπει να επενδυθεί συναισθηματικά ούτε από τους ίδιους, ούτε από τους γονείς του. Κατά συνέπεια, εμποδίζουν τις επαφές γονέων – παιδιού, περιορίζοντας την είσοδο τους στο Τμήμα. Όμως ένα παιδί που παρέμεινε επί χρόνια σ΄ ένα «κενό», σε ένα χώρο όπου δεν ανήκει σε κανέναν, επειδή η ζωή του ξεκίνησε με την πεποίθηση όλων ότι δεν θα ζήσει, είναι πολύ δύσκολο να βρει αργότερα τη θέση του. Μία τέτοια συνθήκη μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη σοβαρής ψυχοπαθολογίας. Το προσωπικό για να προστατευθεί από την επαγγελματική εξουθένωση που προκαλεί αυτό το επάγγελμα υψηλού κινδύνου, έχει ως μοναδικό μέσο προστασίας την ομάδα των συνεργατών, οι οποίοι συγκεντρώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή της και να στηρίζονται τα μέλη της. Εξάλλου όταν οδυνηρά συναισθήματα όπως η θλίψη, η απογοήτευση, η οργή, η επιθετικότητα συζητούνται και μοιράζονται μέσα στην ομάδα, αυτό προστατεύει τα μέλη της από την ταύτιση με τους γονείς και την οδύνη τους. Εξάλλου η εύρυθμη λειτουργία της ομάδας δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους γονείς σε ότι αφορά την επάρκειά της. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για να αισθανθούν οι ίδιοι οι γονείς ασφαλείς, και να μπορέσουν μέσα σε κλίμα ασφάλειας να «συναντήσουν και να γνωρίσουν» το παιδί τους. Η αβεβαιότητα των μελών της ομάδας ενισχύει το άγχος των γονέων και τους καθιστά επιθετικούς.